κολόκυμα

κολόκυμα
κολόκυμα
Grammatical information: n.
Meaning: `large heavy wall,' before it breaks, of the threats of Cleon, only Ar. Eq. 692,
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: already in antiquity explained in different ways: κόλον κῦμα (sch. ad loc.), τυφλὸν or μακρὸν κῦμα (H.), κωφὸν κῦμα καὶ μη ἐπικαχλάζον (Suid.). S. Taillardat, Images $ 343. A determinative compound with attributive first member would however surprise. The word is rather a painful momentay creation referring to κόλον `bowels'; speaking is the ἀλλαντοπώλης.
Page in Frisk: 1,901-902

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κολόκυμα — το (Α κολόκυμα) η φουσκοθαλασσιά που προηγείται τής τρικυμίας («ὠθῶν κολόκυμα καὶ ταράττων καὶ κυκῶν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κόλον «κοντό, βραχύ» + κῦμα. Η λ. στον Αριστοφάνη χρησιμοποιείται από τον Αλλαντοπώλη για τον… …   Dictionary of Greek

  • κολόκυμα — κολόκῡμα , κολόκυμα large heavy wave neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκώληκας — ο / σκώληξ, ηκος, ΝΜΑ, και σκούληκας Ν 1. ζώο το οποίο έχει επίμηκες αρθρωτό και συσταλτό σώμα και στερείται σκελετού και άκρων, το σκουλήκι 2. η προνύμφη τών εντόμων, κάμπια νεοελλ. 1. ανατ. λόβιο τής παρεγκεφαλίδας 2. στον πληθ. οι σκώληκες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”